- σ'
- ΝΜΑνεοελλ.-μσν.(η γεν. τής προσ. αντων.) αντί σου («θα σ' τό δώσω»)αρχ.1. (η αιτ. τής προσ. αντων. β' προσ.) αντί σε2. (σπαν. η δοτ. τής προσ. αντων. β' προσ.) αντί σοι3. (η ονομ. και η αιτ. πληθ. τού ουδ. τής κτητ. αντων.) αντί σα («τὰ σ' αὐτοῡ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσύ].
Dictionary of Greek. 2013.